Η ολοένα και συχνότερη εμφάνιση αλλεργιών στην παιδική ηλικία τα τελευταία έτη, καθιστά αναγκαία τόσο την έγκαιρη ανίχνευση των συμπτωμάτων όσο και την γρήγορη αντιμετώπιση τους, με σκοπό την ανακούφιση του μικρού ασθενούς. Ένα στα τρία παιδιά στις αναπτυγμένες χώρες ταλαιπωρείται από κάποια μορφή αλλεργίας. Ειδικά τώρα που διανύουμε τους ανοιξιάτικους μήνες οι μικροί ασθενείς βασανίζονται από τις λεγόμενες εαρινές αλλεργίες.
Πώς εκδηλώνονται όμως οι εαρινές αλλεργίες και τι πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς;
Οι κύριες εαρινές αλλεργίες είναι η αλλεργική ρινίτιδα, η αλλεργική επιπεφυκίτιδα και το αλλεργικό βρογχικό άσθμα. Τα συμπτώματα κυρίως είναι το φτέρνισμα, ο κνησμός, τα κόκκινα, ερεθισμένα, υγρά μάτια, η μπουκωμένη με ή χωρίς καταρροή μύτη, η κόπωση, ο πονόλαιμος και ο βήχας. Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται κάθε χρόνο την ίδια εποχή και είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής αντίδρασης του ανοσοποιητικού συστήματος σε διάφορες ουσίες, τα λεγόμενα αλλεργιογόνα. Τα κυριότερα αλλεργιογόνα που πυροδοτούν τις αλλεργίες την άνοιξη στην χώρα μας είναι η γύρη των αγρωστωδών, του φυτού περδικάκι και της ελιάς.
Πέρα από την εμφανή ταλαιπωρία των μικρών ασθενών από τα συμπτώματα, οι αλλεργίες επιβαρύνουν και την ποιότητα ζωής. Μπορεί να επηρεάζουν την απόδοση στο σχολείο, τις δραστηριότητες σε εξωτερικού χώρους, να προκαλούν κακή ποιότητα ύπνου. Επιπλέον ειδικά για το άσθμα μπορεί να παρατηρηθεί έκπτωση της αναπνευστικής λειτουργίας με επακόλουθα υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και νοσηλείας.
Η επίδραση του περιβάλλοντος στην αύξηση των αλλεργικών νοσημάτων είναι εμφανής σε πολλές επιδημιολογικές μελέτες. Η συχνότητα της ατοπικής νόσου, που εκδηλώνεται ως τροφική αλλεργία αποτελεί νέο κύμα όσον αφορά τις αλλεργίες και αποκτά χαρακτηριστικά επιδημίας στις δυτικές κοινωνίες.
Τροφική αλλεργία ορίζεται κάθε ανεπιθύμητη αντίδραση μετά τη βρώση τροφής και περιλαμβάνει την υπερευαισθησία και δυσανεξία στις πρωτεΐνες της τροφής. Διακρίνεται στην IgE και non-IgE ή κυτταρικά μεσολαβούμενη, που η παθογένεια τους είναι διαφορετική.
Αρχικά η ιατρική κοινότητα στράφηκε στην καθυστέρηση εισαγωγής των στερεών τροφών στην βρεφική ηλικία, ώστε να δοθεί χρόνος στην επωφελή επίδραση του μητρικού θηλασμού και στην αποφυγή των αλλεργιογονικών τροφών, άρα και της ευαισθητοποίησης του οργανισμού σε αυτές. Στα χρόνια που ακολούθησαν όμως μεγάλες μελέτες από διαφορετικές χώρες έδειξαν ότι η καθυστερημένη εισαγωγή των στερεών πέρα από τον 6ο μήνα ζωής, όχι μόνο δεν δρα προληπτικά αλλά συνδέεται με αυξημένη εκδήλωση αλλεργιών όπως τροφικής αλλεργίας, ατοπικού εκζέματος, αλλεργικής ρινίτιδας και άσθματος. Επειδή η όψιμη εισαγωγή των αλλεργιογόνων στην διατροφή μπορεί να επιφέρει τελικά αποτελέσματα διαφορετικά από τα προσδοκώμενα οι επιστημονικοί οργανισμοί προτείνουν πλέον την εισαγωγή των στερεών τροφών μεταξύ 4ου και 6ου μήνα της ζωής, ιδανικά παράλληλα με τον μητρικό θηλασμό.
Οι αλλεργίες είναι ένα συχνό και αυξανόμενο πρόβλημα τόσο στην παιδική όσο και στην ενήλικη ζωή. Αρκετές μελέτες υποστηρίζουν ότι η έκθεση σε περιβαλλοντικούς τοξικούς παράγοντες σχετίζεται άμεσα με την αύξηση των αλλεργιών τις τελευταίες δεκαετίες. Ας αναλογιστούμε λοιπόν πως η μόλυνση του περιβάλλοντος μπορεί να επιδράσει στην υγεία του κάθε ανθρώπου και πως το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του καθένα ξεχωριστά μπορεί να διαφυλάξει την υγεία των επομένων γενεών.
Βιβλιογραφία:
Πηνελόπη Λουκέρη Παιδίατρος – Νεογνολόγος Σύμβουλος μητρικού θηλασμού Τ. Ιατρός Α΄ Πανεπιστημιακής Κλινικής Ν. «Αγία Σοφία» |